καρπόφυλλο

καρπόφυλλο
Όργανο των αγγειόσπερμων φυτών, που σχηματίζει κλειστό περίβλημα, μέσα στο οποίο βρίσκονται μία ή περισσότερες σπερματικές βλάστες. Το σύνολο των κ. αντιπροσωπεύει το θηλυκό μέρος του άνθους και χαρακτηρίζεται ως γυναικώνας. Κάθε μεμονωμένη δομή του γυναικώνα ονομάζεται ύπερος, στον οποίο διακρίνονται τα εξής μέρη: μια διογκωμένη περιοχή στη βάση –η ωοθήκη– μέσα στην οποία βρίσκονται οι σπερματικές βλάστες, ο στύλος, ο οποίος μπορεί και να απουσιάζει, και το στίγμα, πάνω στο οποίο επικάθονται οι γυρεόκοκκοι. Ανατομικά πρόκειται για μεταμορφωμένα φύλλα αντίστοιχα των μεγασποριοφύλλων των πτεριδοφύτων. Μερικοί καρποί προέρχονται από την ωρίμανση ενός μόνο κ. (απλός ύπερος), ενώ, αντίθετα, άλλοι από περισσότερα κ. που ωρίμασαν μαζί (σύνθετος ύπερος). Καρπόφυλλα της παιωνίας.
* * *
το (Α καρπόφυλλον)
νεοελλ.
βοτ. η δομή που φέρει και περιβάλλει τις σπερμοβλάστες στα αγγειόσπερμα φυτά
αρχ.
το φυτό δάφνη η αλεξανδρεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. καρπόφυλλον < καρπός (Ι) + φύλλον
η λ. ως επιστημον. όρος είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. carpel].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ωρίμαση — Το σύνολο των φυσικοχημικών διεργασιών, που παρεμβαίνουν στον μετασχηματισμό της ωοθήκης του άνθους, μετά τη γονιμοποίηση· από το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο παράγονται το έμβρυο, το ενδοσπέρμιο και τα καλύμματα του σπέρματος· από το καρπόφυλλο και …   Dictionary of Greek

  • θύλακος — Μικρός σάκος, σακούλι, ταγάρι· θέση αντιπάλων στο εχθρικό έδαφος· στη σύγχρονη ορολογία, περιοχή μέσα σε κράτος υπό διαφορετικό καθεστώς. (Ανατ.) Ωοειδής σχηματισμός στα διάφορα όργανα του σώματος των σπονδυλωτών και του ανθρώπου, που εκπληρώνει… …   Dictionary of Greek

  • μονοκαρπόφυλλος — η, ο φρ. «μονοκαρπόφυλλη ωοθήκη» βοτ. ωοθήκη άνθους η οποία αποτελείται από ένα μόνο καρπόφυλλο …   Dictionary of Greek

  • μπιζέλι — Ποώδες φυτό, ετήσιο, της οικογένειας των λεγκουμινιδών ή χεδρωπών (δικοτυλήδονα), που, κατάγεται από την Ασία. Η επιστημονική ονομασία του είναι πίσο το εδώδιμο. Η καλλιέργειά του συνεχίζεται από την αρχαιότητα και είναι πολύ διαδεδομένη. Το μ.… …   Dictionary of Greek

  • φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… …   Dictionary of Greek

  • ύπερος — Θηλυκό ανθικό όργανο των φυτών που φέρουν άνθη (Ανθόφυτα ή Φανερόγαμα). Οι ύ. θεωρούνται διαφοροποιημένα φύλλα (καρπόφυλλα), από τα οποία, με σύντηξη των άκρων τους, σχηματίζεται η ωοθήκη, ο στύλος και το στίγμα, τα οποία ως σύνολο αποτελούν το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”